Home > Term: πλεονασμού
πλεονασμού
Η συμπερίληψη των διπλών ή εναλλακτικό σύστημα στοιχείων για τη βελτίωση των επιχειρησιακών αξιοπιστίας, εξασφαλίζοντας τη συνέχιση της λειτουργίας σε περίπτωση που αποτύχει ένα κύριο στοιχείο.
- Ordklass: noun
- Bransch/domän: Military
- Category: Missile defense
- Company: U.S. DOD
0
Skapad av
- Khrysaor
- 100% positive feedback